Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Πώς ο Λιας έσπαζε το κεφάλι του για το πού θα ’βρισκε η μάνα του ψάρι

Μια μέρα ο Λιας πέθανε. Αλήθεια σας λέω, έτρεξε τόσο πολύ αίμα από το γόνατό του που δεν μπορούσε παρά να είχε πεθάνει, γιατί ποτέ του ο Λιας δεν είχε δει τόσο ποτάμι αίμα να χύνεται. Κι επειδή φοβότανε μήπως το δει κι η μάνα του και τα χάσει κι αυτή σαν κι αυτόν, κι από πάνω του δώσει και κανένα γερό χέρι ξύλο που γκρεμοτσακίστηκε απ’ την ξένη μάντρα, έκανε τον ανήξερο και δε μαρτυρούσε πως ήταν πεθαμένος.
Μπορούσε, βέβαια, να μην το ’χει πληρώσει τόσο ακριβά. Ούτε για να κλέψει τίποτα ανέβηκε στη μάντρα, ούτε να βγάλει τη γλώσσα του στο κοριτσάκι της γειτόνισσας, ούτε να σημαδέψει τις γλάστρες στα παράθυρα, ούτε καν να χαζέψει την κίνηση του ξένου σπιτιού. Να, ο γείτονας κούρευε τα πρόβατα, κι ο Λιας θέλησε να δει πώς γίνεται το κούρεμα.
Πρόβαλε λοιπόν τη μούρη του στην κορυφή της μάντρας –ίσα ίσα να εξέχουν τα δυο του μάτια που χρειάζονταν, κι ο υπόλοιπος, που δεν χρειάζονταν, έμεινε κρεμασμένος πίσω απ’ τη μάντρα. Το πώς έγινε τώρα και ξεγλίστρησε, και φύγανε τα πόδια του απ’ τα στηρίγματα, και βούλιαξαν ξαφνικά τα μάτια απ’ την κορυφή της μάντρας, ούτε ο ίδιος το κατάλαβε, ούτε κανένας άλλος που να μου το πει για να σας το πω. Πάντως ο Λιας δεν είχε πόδι, και φαίνεται δεν είχε πια ούτε κεφάλι, γιατί κι από εκεί έτρεχε λίγο αίμα.
Όταν ο Λιας διαπίστωσε πως έχασε και το κεφάλι, καταέσκασε, γιατί η μάνα του πάντα του ’λεγε το κεφάλι να προσέχει και ποτέ δεν του ’λεγε να προσέχει τα πόδια. Καθώς θυμήθηκε τη μάνα του, την έφερε ξαφνικά ολοζώντανη μπροστά του, τι κλάμα και κακό θα ’κανε όταν τον έβλεπε πόσο πολύ ήταν πεθαμένος, κι ύστερα σκέφτηκε και τον παππού που θα μασουλούσε τα μουστάκια του για να μη φανεί ότι ήθελε να κλάψει, κι η θείτσα θα ’κλαιγε, κι οι γείτονες θα τσίριζαν, κι ο πατέρας θα έκοβε βόλτες… ε, εκεί πια δεν άντεξε, παιδιά μου, μέσα σε τόσους θρήνους ο Λιας, έβαλε κι αυτός τα κλάματα. Κι όχι κλάματα μαλακά· κλάματα μεγάλα και φωναχτά, όπως ταιριάζει στην περίπτωση.
Αυτά τα διαφορετικά λοιπόν κλάματα άκουσε ο αγροφύλακας του χωριού, καθώς περνούσε από κει δίπλα, κι έτρεξε στο Λια. Ο Λιας, όμως, και τώρα ακόμα δεν μαρτύρησε τίποτα. Μόνο που καθώς τον πήρε στα χέρια του ο αγροφύλακας, ο Λιας κατάλαβε πως το κεφάλι δεν είχε φύγει όλως διόλου, μα κάτι κρατούσε ακόμα απ’ το λαιμό. Και καθώς δεν είχε φύγει το κεφάλι, δεν είχε φύγει και το στόμα, και τα δόντια, και η γλώσσα, κι ο Λιας αποφάσισε να κάνει χρήση αυτού του μέρους του προσώπου του, αν μπορούσε. Ψιθύρισε λοιπόν στον αγροφύλακα, όσο που ακούστηκε, μια και δεν βρίσκονταν στη ζωή:
– Όχι, όχι στη μάνα μου.
Θέλησε να πει και παρακάτω πως δεν ήθελε να τον δει η μάνα του πεθαμένο, μα πάνω σ’ αυτό το σημείο λυπήθηκε τόσο πολύ τον εαυτό του, που έβαλε ξανά τα κλάματα.
Ο αγροφύλακας τότε είπε:
– Καλά. Θα σε πάω όμως στο κοντινό γραφείο, γιατί σήμερα είναι Τρίτη, και κάθε Τρίτη έρχεται ο αγροτικός γιατρός.
Ο Λιας κλότσησε, και τότε κατάλαβε πως κλότσησε και με τα δυο του πόδια.
Ο αγροφύλακας έπρεπε να απαντήσει, γιατί όταν κάποιος κλοτσάει, δε συμφέρει να μην του απαντάμε, γιατί θα ξανακλοτσήσει. Είπε λοιπόν:
– Εκεί που έπεσες, ήταν όλο κοπριές. Ο γιατρός θα σου κάνει έναν αντιτετανικό ορό. Ο Λιας τα ’χασε. Απ’ ό,τι ήξερε, στους πεθαμένους κάνουν άλλα πράγματα κι όχι απ’ αυτό που, πώς το λένε, είπε ο αγροφύλακας. Ο αγροφύλακας όμως τον έστησε στην πόρτα του κοινοτικού γραφείου κι ούτε έδειχνε καμιά διάθεση να τον κλάψει, μόνο είπε:
– Εγώ βιάζομαι. Θα πας μόνος σου στο γιατρό και θα του πεις: Να μου κάνεις έναν ορό για τέτανο. Ξαναπές το.
– Να μου κάνεις έναν ορό για τέτανο, επανάλαβε ο Λιας ξεψυχισμένος.
– Μπράβο! Ξαναπές το άλλη μια φορά, για να ’μαστε σίγουροι τι θα πεις.
– Να μου κάνεις έναν ορό για τέτανο, μουρμούρισε ο Λιας.
Και τώρα τα ’χε ολότελα χαμένα, καθώς μάλιστα δεν έβρισκε τι σχέση έχει η μάντρα με τον τέτανο –πώς τον είπανε– κι ο γιατρός με τις κοπριές. Ωστόσο ανέβηκε τις σκάλες κρατώντας το μαντήλι του αγροφύλακα πάνω στο γόνατό του, έσπρωξε την πόρτα κι είπε στο γιατρό, ακριβώς όπως του είπε ο αγροφύλακας να πει:
– Να μου κάνεις έναν τέτανο για τον ορό.
Ο γιατρός όμως, φαίνεται, κατάλαβε πως το παιδί ήταν πεθαμένο και πως σαν τέτοιο, δεν γίνεται να θέλει τίποτα, κι έβαλε τα γέλια.
Ο Λιας θύμωσε. Δεν ξέρω και καλά, αλλά θαρρώ πως θύμωσε κυρίως με τον αγροφύλακα. Και πάνω στο θυμό του, την ώρα που ο γιατρός ετοίμαζε τον τέτανο για να μην πάθει ορό, όπως διάταξε ο αγροφύλακας, κατάλαβε πως όχι μόνο ήταν μπιτ ξεγραμμένος απ’ τον κόσμο τούτο, μα πως ήταν και κρεμμύδι. Γιατί ο γιατρός έβγαζε και έβγαζε και έβγαζε ρούχα, για να βρει το μπράτσο του Λια, και τελειωμό δεν είχαν όσα έβγαζε.
Στο τέλος, τον ξεφλούδισε ολότελα. Στο βάθος-βάθος απ’ τις φλούδες ο γιατρός βρήκε το Λια αδυνατούλη κι ασπριδερό σαν καθαρισμένο αμυγδαλάκι. Μαζί με το Λια βρήκε και το μπράτσο του, που του ’δωσε μια με τη βελόνα. Ύστερα το έκανε πάλι κρεμμύδι, του ’δεσε καλά το γόνατο να μην φύγει, και τον έστειλε στη μάνα του, μ’ άλλη διαταγή και τούτος με τη σειρά του.
– Κοίτα, πες στη μάνα σου να μη σου δώσει ψάρι λίγες μέρες.
Ο Λιας έφτασε στο σπίτι και φώναξε στη μάνα του:
– Ο γιατρός μου ’κανε τέτανο, κι ο αγροφύλακας θυμώνει με τις κοπριές, εγώ… εγώ το κούρεμα ήθελα να δω, ο πατέρας είναι εδώ; πρέπει να πάρεις ψάρι, είπε ο αγροφύλακας, και δεν κάνει να μου δώσεις ψάρι, και πού θα βρούμε ψάρι;
– Σιγά-σιγά, είπε η μάνα, μου τα ’κανες σαλάτα στο μυαλό μου. Πρώτα πες μου πού γκρεμοτσακίστηκες, κι ύστερα τι σου ’κανε ο γιατρός.
Ο Λιας απάντησε σ’ ό,τι τον ρώτησε η μάνα του, όμως πάρα πολύ βιαστικά, γιατί ανησυχούσε πού θα βρίσκανε ψάρι. Η μάνα έπιασε και με τα δυο της χέρια το κεφάλι.
– Μα ο γιατρός είπε πως δεν κάνει να σου δώσω ψάρι, κι εμείς είναι ζήτημα αν τρώμε μια φορά το χρόνο ψάρι, γιατί θες ντε και καλά τώρα να βρούμε ψάρι, δεν καταλαβαίνω. Ή ο γιατρός σου είπε να σου δώσω ψάρι;
– Όχι, ο γιατρός μου είπε να μη μου δώσεις ψάρι, απάντησε ο Λιας σκεφτικός, αλλά για να μη μου δώσεις ψάρι, πρέπει να μαγειρέψεις ψάρι και…
– Σταμάτα, είπε η μάνα, πάλι μου τα μπέρδεψες!
Κι έλυσε την ποδιά να πάει η ίδια στο κοινοτικό γραφείο για να ξεμπερδέψει την υπόθεση. Ο Λιας στο μεταξύ έδειχνε τόσο απορροφημένος με το ψάρι, που ξέχασε ολότελα πως ήταν πεθαμένος, κι ούτε που το ξαναθυμήθηκε στη ζωή του.
Βάσα Σολωμού-Ξανθάκη




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου