Τα λίμερικ (limerick) είναι ποιήματα σύντομα, σατιρικά ή απλώς κωμικά, "δίχως νόημα". Ξακουστά είναι εκείνα του Έντουαρντ Λιρ (Edward Lear), που το 1864 δημοσίευσε μια ποιητική συλλογή με λίμερικ, με τον τίτλο The book of nonsense. Τον Λιρ τον μιμήθηκαν μεγάλοι συγγραφείς, όπως ο Σουίνμπερν, ο Τένυσον, ο Κίπλινγκ, αλλά μάλλον δεν μπόρεσαν να τον φτάσουν.
Στην Ελλάδα, πρώτος που αποπειράθηκε να γράψει λίμερικ είναι ο Γιώργος Σεφέρης. Μάλιστα, πήγε να αποδώσει τον όρο στα ελληνικά με τη λέξη "ληρολόγημα", συνδυάζοντας το όνομα του Λιρ με τη λέξη "λήρος", που σημαίνει τρελή κουβέντα, ασυνάρτητα λόγια. Το 1975 εξέδωσε μια συλλογή από λίμερικ, με τον τίτλο Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά. Τα λίμερικ ομοιοκαταληκτούν συνήθως αα-ββ-α.Η ιστορία των λίμερικς ξεκινάει στην Αγγλία του 1820. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την προέλευση του ονόματος, το οποίο προέρχεται από:
Ο πρώτος στίχος περιέχει την παρουσίαση του πρωταγωνιστή.
Στον δεύτερο αποκαλύπτεται η ιδιότητά του.
Στον τρίτο και τέταρτο έχουμε την πραγματοποίηση κάποιας ενέργειας.
Ο πέμπτος στίχος είναι αφιερωμένος στην εμφάνιση ενός τελικού επιθέτου ή παραλόγου.
- την ομώνυμη πόλη της Ιρλανδίας (Luimneach)
- το ιρλανδικό στρατιωτικό τραγούδι „Will you come up to Limerick“ (18ος αι.)
- την συλλογή παιδικών τραγουδιών και λαχνισμάτων Mother Goose’s Melody του 1765.
Λίμερικ 2017
Ένας κύριος
μ’ ένα σκυλάκι
θέλουν να
κάνουν παιχνιδάκι.
Ψάχνει
βρίσκει μία μπάλα
που ήταν
δίπλα στην τραμπάλα.
–Τρέχα φέρε
το μπαλάκι, λέει στο σκυλάκι!
Ήταν ένα
κοριτσάκι
που
αγαπούσε το ρυζάκι.
Πήγε μια
φορά στην Κίνα,
αλλά πέθανε
απ’ την πείνα.
Με ξυλάκια
πώς να φάει το ρυζάκι!
Ήταν μια
καλή γιαγιά
που είχε
στην αυλή μηλιά.
Πέρασαν δυο
αλογάκια
και της
έφαγαν τα μηλαράκια.
Τι
στενοχώρια που είχε η γιαγιά!
Σήμερα
φυσάει πολύ,
γεμίζει
φύλλα η αυλή.
Ο
νοικοκύρης τα σκουπίζει,
την αυλή
του όλη καθαρίζει.
Ο καημένος
ο νοικοκύρης, κουράστηκε πολύ!
Κάνει κρύο
και κρυώνω,
στο κρεβάτι
μου ξαπλώνω.
–Μήπως έχω
πυρετό;
Τη μανούλα
μου ρωτώ.
–Φέρε το
θερμόμετρο να δω.
Ήτανε μια
κοπέλα
που είχε
μια κορδέλα.
Την έπαιζε
όλη μέρα
και
σχίστηκε η κορδέλα,
και έμεινε
χωρίς παιχνίδι η κοπέλα.
Ένας
σκαντζόχοιρος που έμενε στα Σπάτα
έτρωγε
συνέχεια αυγά και μάλιστα μελάτα.
Έπινε τ’
αυγά σαν να ’τανε νεράκι,
κι απ’ τα
πολλά κιλά έμοιαζε γουρουνάκι,
ο λαίμαργος
σκαντζόχοιρος στα Σπάτα.
Ένα αγόρι
από την Ισπανία
έπαιζε κλακέτες
με μανία.
Μα έπεσε
στο πάτωμα
και έπαθε
αιμάτωμα.
Το τρελό
αγόρι απ’ την Ισπανία.
Ένας νέος
απ’ την Κίνα
δεν πλήρωνε
το ενοίκιο του μήνα.
Τον πετάξαν
απ’ το σπίτι
και του
έσπασαν τη μύτη,
του
κακόμοιρου του νέου απ’ την Κίνα.
Μια πονηρή
μικρή αλεπού
πήγε στο
σπίτι του παππού,
για να φάει
όλες τις κότες
και
χτυπούσε δυνατά τις πόρτες:
«Πεινάω,
καλέ, για όνομα Θεού!».
Ήτανε μια
σοφερίνα
που ήθελε
να γίνει μπαλαρίνα.
Έκανε μια
πιρουέτα
και της
χάλασε η σιλουέτα.
Κλαίει τώρα
η σοφερίνα.
Ήταν ένας γέρος
από την Ασία
που διάβαζε
πολλά βιβλία.
Και με τις
γνώσεις του αυτές
ταξίδευε σε
χώρες μακρινές.
Ο γέρος
ταξιδιώτης απ’ την Ασία.
Στο σπίτι
του Πετράκη
βρήκαμε ένα
γατάκι,
που ήτανε
πολύ μικρό
και δεν
έπινε νερό,
ούτ’ αυτός
ούτε το γατάκι.
Ήταν μια αγελάδα
από την Κίνα
που την
έλεγαν Κατερίνα.
Όταν πήγε
στην Ιαπωνία,
την έπιασε
η αστυνομία,
την αγελάδα
την Κατερίνα από την Κίνα.
Ένας άντρας
απ’ τη Χάγη
με το νου
τρέλες παράγει.
Φούσκωσε
ένα μπαλόνι
που του
έβαλε μπαλόνι,
ο
πλανεμένος άντρας απ’ τη Χάγη.
Ένα μικρό
κορίτσι απ’ την Πορτογαλία
κατέβαζε
όλο ιδέες για τη ναυτιλία.
Σκαρφάλωσε
λοιπόν σε ένα δέντρο
για να δει
τη θάλασσα στο κέντρο.
Κι είπε πως
δεν το κουνάει απ’ την Πορτογαλία.
Ένα γέροντα
στο Βερολίνο,
αδύνατο σα
σπίνο,
μια μέρα
απ’ τη βιασύνη
τον
τυλίξανε στη ζύμη
και τον
ψήσανε στο φούρνο.
Μια γριά
χαζή, σκέτο στουρνάρι,
ήθελε να
κάτσει πάνω στο πουρνάρι.
Μα έν’
αγκάθι, ε ρε γούστα,
της
κομμάτιασε τη φούστα,
κι έκατσε η
γριά να κλαίει στο χορτάρι.
Στο καπέλο
που φορούσε μια κοπέλα
ήρθαν κι
έλυσαν πουλάκια την κορδέλα.
–Δε με
μέλει, δε με μέλει,
ας καθίσει
όποιο θέλει,
καμάρωνε τα
πουλάκια η κοπέλα.
Ήταν μια
κοπέλα απ’ την Κοζάνη
που χωρούσε
μέσα στο καζάνι.
Μια μέρα
εκεί στο σιντριβάνι
έπιασε ένα
ψάρι με καλάμι,
η μικρή
κοπέλα απ’ την Κοζάνη.
Ένας άντρας
απ’ την Κρήτη
ανέβηκε
στον Ψηλορείτη
και πήδηξε
εκειά πέρα
κι έπεσε
μες στη μπανιέρα,
ο μακαρίτης
από την Κρήτη.
Πήγα κάποτε
στην Πάτρα
να δω του
ουρανού τα άστρα.
Ήπια ένα
γλυκό κρασί
κι έκανα
μια ευχή:
«του χρόνου
να βρεθώ στην Άρτα!»
Ήταν μια
κοπέλα που έτρωγε πολύ τυρί
κι η μαμά
τη μάλωνε να μην τρώει τόσο πολύ,
αλλά δεν
την άκουσε η κοπέλα
κι έφαγε
ολόκληρη πιατέλα.
Η κοπέλα, η
τρελή, τώρα έγινε χοντρή.
Ήτανε
κάποια Σουζάνα
που
χτυπούσε μια καμπάνα.
Της έλεγε η
γιαγιά της
να προσέχει
τα παιδιά της.
Αχ,
Σουζάνα, χτύπα την καμπάνα.
Ήταν η
ντομάτα μαζί με τη μπανάνα
και
ανεβήκανε στο πλοίο για Αβάνα.
Η μπανάνα
ούρλιαζε,
η ντομάτα
έσκουζε,
και τους έδιωξαν
από το πλοίο για Αβάνα.
Μια
σιγανοπαπαδιά
ανέβηκε
στην αχλαδιά
και ρωτούσε
τη Μαρία,
μια
πανέμορφη κυρία:
–Πότε θα
κεντήσω, εγώ, προικιά;
Σ’ ένα
σπίτι, στο δασάκι,
ζούσε ένα
γεροντάκι.
Είχε κι ένα
σκύλο
για πιστό
του φίλο,
και
κοιμότανε μαζί κάθε βραδάκι.
Στο δωμάτιό
τους σαν καλά παιδάκια
έπαιζαν
μαζί τα δύο αδερφάκια.
Τα παιχνίδια
τους τα σκόρπιζαν
και ποτέ
τους δεν τα μάζευαν.
–Μαμά, έλα
να μαζέψεις εσύ τα παιχνιδάκια!
Μια φορά κι
έναν καιρό
σ’ έναν
τόπο μακρινό,
περπατούσε
μία Λίλη
και
συνάντησε ένα φίδι.
Πολύ
τρόμαξε, θαρρώ.
Ήταν ένας
φορτηγατζής
απ’ την
πόλη του Κιλκίς,
που όλο
θέλει να κερνά
μα ποτέ να
μη μιλά.
Τι καλά να
είσαι μερακλής!
Πατατάκια
μια γιαγιούλα
έτρωγε μέσ’
από τη σακούλα.
Μα της
πόνεσε η κοιλιά
και της
φύγαν τα μυαλά,
καημένη μου
γιαγιούλα.
Ο Μήτσος
από την Ελλάδα
πήγε να
κάνει μια καντάδα,
μα του
έσπασε η κιθάρα
και τα
έκανε μαντάρα.
Τώρα ο
Μήτσος τρώει φασολάδα.
Η μικρή
Ζωίτσα
είχε μια
κουκλίτσα.
Της χτένιζε
τα μαλλάκια
και της
έβαζε κοτσιδάκια,
η Ζωίτσα
στην κουκλίτσα.
Ήταν μια
χοντρή χοντρή
που πήγε,
αχ, να ζυγιστεί.
Ανέβηκε στη
ζυγαριά,
την έκανε
γυαλιά καρφιά,
και πήγε
μετά να κοιμηθεί.
Ήταν ένα
παιδί από την Αφρική
που του
άρεσε η ζωγραφική.
Ζωγράφισε
με κάρβουνο
ακόμη και
το Κιλιμάντζαρο!
Το καλό
παιδί από την Αφρική.
Μια αυλή όλο λουλούδια
και με χίλια δυο καλούδια,
είχε μέσα ένα δέντρο
που ήταν ακριβώς στο κέντρο,
με πουλιά που λεν τραγούδια.
Κάποτε ήτανε ένα παιδί
από χώρα μακρινή,
που ήθελε να κάνει φίλο
ένανε ψωριάρη σκύλο,
το καημένο το παιδί!
Ήταν ένας κύριος στο Λονδίνο
που ήθελε να πάει στο Πεκίνο,
αλλά δεν πήγε ποτέ
γιατί τον διέκοψε ο ΟΤΕ,
κι έμεινε για πάντα στο Λονδίνο.
Ήτανε μια μύγα μαύρη
που γυρνούσε στο σκοτάδι
κι έψαχνε να βρει τροφή
ώσπου της βγήκε η ψυχή
κι έπεσε κάτω σαν μικρή Τερέζα.
Ήτανε ένα αγοράκι
που ΄χε φάει σοκολατάκι.
Η μαμά του το σκουπίζει
μα αυτό δεν καθαρίζει,
κι έμεινε μια μουτζούρα στο μουτράκι.
Ο Μήτσος πήγε στη Βουλγαρία
να συναντήσει την κυρα-Μαρία.
Αυτή του δίδαξε πάρα πολλά
μα αυτός θυμόταν μόνο τα αυγά
που του τηγάνισε η κυρα-Μαρία.
Ένα κάρο φορτωμένο
κι ένα άλογο θλιμμένο
πάει να βγει στην ανηφόρα
χωρίς να πάρει φόρα
και κλάταρε το καημένο!
Ήταν ένα κακό σκυλί
από την Αργεντινή,
που 'θελε μόνο να δαγκώνει
χωρίς ποτέ να μετανιώνει.
Τόσο άτιμο σκυλί!
Ήταν ένας νεαρός από την Ισπανία
που είχε γεννηθεί στην Αλγερία.
Ληστής έλεγε θα γίνει όταν μεγαλώσει
και στην τηλεόραση το είχε δηλώσει!
Αλλά τον έπιασε αμέσως η αστυνομία.
Ήταν ένας νέος στην Ελλάδα
που έφαγε μια μέρα πολύ φάβα!
Όμως του 'κατσε βαριά
και του πόνεσε η κοιλιά.
Αχ, πώς μύριζε μετά η τουαλέτα!!!
Ένας άντρας απ’ τη Μάνη
με το νου του τρέλες βάνει,
κι έφτιαξε ένα μπαλόνι
που είχε και τιμόνι,
ο άντρας ο τρελός απ’ τη Μάνη.
Ήταν ένας μάγειρας από την Τοσκάνη
που έψαχνε να βρει καλό τηγάνι.
Μα δεν κατάφερε να βρει
κι έζησε ζωή πικρή,
ο άμοιρος ο μάγειρας από την Τοσκάνη.
Ήταν μια γριά από τη Βουδαπέστη
που ήθελε να πάει στο Βουκουρέστι,
μα μέχρι να ετοιμαστεί
είχε κιόλας κουραστεί,
κι έχασε την πτήση για Βουκουρέστι.
Ήταν ένας άντρας απ’ το Άμστερνταμ
που ήθελε να δει τη Νοτρ Νταμ,
κι ενώ τα εισιτήρια είχε κλείσει
ακυρώθηκε η πτήση για Παρίσι,
κι έκανε βόλτες στα κανάλια του Άμστερνταμ.
Ήταν μια μπουγάδα
απλωμένη στη λιακάδα,
μα έπιασε μια βροχή
και την πλύναμε από την αρχή,
τη μπουγάδα στη λιακάδα.
Μια κοπέλα από την Κρήτη
ετοιμαζόταν να πάει στο Παρίσι.
Ξέχασε όμως τη βαλίτσα της,
μαζί με την κουκλίτσα της,
και δεν είχε ρούχα και κουκλίτσα στο Παρίσι.
Ήταν ένας κύριος από τη Ρώμη
που ήθελε να φάει πίτσα πεπερόνι.
Κι έφαγε τον κόσμο να τη βρει,
μα από την πείνα την πολλή,
έμεινε νηστικός στη Ρώμη.
Ήταν ένας γορίλας τριχωτός
σε μια ζούγκλα χωρίς φως.
Μπανανόφλουδες πετούσε
και στη ζούγκλα τριγυρνούσε,
εκείνος ο τριχωτός γορίλας.
Ήταν ένας ηγεμόνας
που όμως ήταν αλαζόνας.
Κανείς δε του ’λεγε «γεια»
εκτός από τη δική του τη γιαγιά,
αυτού του αλαζόνα ηγεμόνα.
Η κομμώτρια η Ευαγγελία
ήθελε να πάει στην Αγγλία,
να κουρέψει τη Μερόπη
και να φύγει στην Ευρώπη,
η κομμώτρια που τη λέγανε Ευαγγελία.
Ήταν ένα αστέρι λαμπερό
ψηλά στον ουρανό.
Είχε έναν αδερφό κομήτη
με μια μεγάλη μύτη,
το αστέρι το λαμπερό στον ουρανό.
Πήγε ο Γιώργος στη Γαλλία
και πείραζε μια κυρία.
Της έλεγε αυτός: «Έχεις ωραία μάτια!»
κι αυτή του απαντούσε: «Άι στα κομμάτια!»,
του Γιώργου στη Γαλλία η κυρία.
Ο Κώστας χθες στο μάθημα
είχε μια σπανακόπιτα,
που τη λαχταρούσε
γιατί πολύ πεινούσε,
ο Κώστας με τη σπανακόπιτα.
Ήτανε μια γριά από το Βόλο
που διάβαζε τον κόσμο όλο,
μέχρι που ’ρθε ένα βράδυ
κι έπεσε πολύ σκοτάδι,
και δε διάβαζε τώρα η γριά στο Βόλο.
Λίμερικ 2012
και δε διάβαζε τώρα η γριά στο Βόλο.
Λίμερικ 2012
Ήταν ένα καλαμάκι ρουφηχτό
που του άρεσε πολύ να παίζει κρυφτό.
Ώσπου ήρθε η Δευτέρα
και δεν είδε άσπρη μέρα,
το φτωχό, το καλαμάκι ρουφηχτό!
Ήταν ένα μικρό σκυλάκι
που του άρεσε να παίζει σκάκι,
με το φίλο του το γατάκι
και της γυάλας το ψαράκι
και γινότανε αλώνι το σκάκι!
Ήταν ένας μπαλαδόρος
που ήταν και πιτσαδόρος.
Έβαλε μια μέρα ένα γκολάκι
και παραιτήθηκε από το μαγαζάκι,
ο πιτσαδόρος-μπαλαδόρος!
Ήταν ένα κορίτσι από τη Σερβία
που τα έλεγε όλα παπαγαλία.
Μια μέρα ξέχασε ένα «άχαρο»
και της ανέβηκε το ζάχαρο,
αυτής της κοπέλας από τη Σερβία!
Ήταν ένα λυκάκι
που το λέγαν Άκη.
Μια μέρα, στεναχωρημένο,
για να γίνει ευτυχισμένο
αποφάσισε να παίξει μ’ ένα σκυλάκι!
Ήταν μια φορά ένας Σουηδός λεξολόγος
των λέξεων σωστός παθολόγος,
και αστράφτει και βροντά
με λάθη χτυπητά,
και κατέληξε να γίνει ψυχολόγος!
Ήταν ένα αγόρι με κοτσίδα,
στην Αυστραλία, που είχε πιτυρίδα.
Έψαχνε μάταια να γλιτώσει
και να ξανανιώσει,
το αγόρι, από την πιτυρίδα!
Ο Τζώνης από την Ιαπωνία με το παπιγιόν
βάφει τα χείλη του με κραγιόν.
Βάζει γιλέκο από μακό
και χορεύει ένα ταγκό,
ο Τζώνης με το παπιγιόν και το κραγιόν!
Ήταν ένας τρελός από τη Ρωσία
που έπασχε από μεγάλη ανία.
Και μια μέρα πήγε στην Ουγκάντα
και ξέχασε τα πάντα,
ο τρελός με την ανία από τη Ρωσία!
Ένας μεξικάνος που τον λεν Χοσέ
όταν πιει τεκίλα λέει ολέ-ολέ.
Για να φτιάξει μια τορτίγια,
της γυναίκας του να πάψει η γκρίνια,
στο ψιλοβρόχι, φυτεύει καλαμπόκι βερεσέ!
Ήταν μια νέα από τη Γαλλία
που την έλεγαν Μαρία.
Έτρωγε συνέχεια μπουρεκάκια
που της πέσαν τα μαλάκια,
και έγινε φαλακρή η Μαρία από τη Γαλλία!
Ήταν μια κοπέλα από την Κίνα
που την έλεγαν Γιασμίνα.
Είχε κόλλημα με όλα
κι έτρωγε λίγο απ’ όλα
για να γίνει μπαλαρίνα!
Ήταν ένας ζωγράφος που ζούσε στη Λαμία
και έφτιαχνε τα πορτρέτα με τη μία.
Ήταν τρελός και παλαβός
και ζητούσε να γίνει αρχηγός
από το λαό, ο ζωγράφος από τη Λαμία!
Ήταν ένας μπακάλης στην Αυστρία
που πήγε βόλτα στην Ασία.
Και αγόρασε μια πίτα
που την πέταξε στη σίτα,
ο μπακάλης, με μανία!
Ήτανε μια κυρία από τη Γαλλία
που θα πήγαινε στην Παταγονία.
Έτρωγε πολύ λάδι και ξίδι
και μια μέρα κόπηκε με το ψαλίδι
και πετάχτηκε μέχρι την Αλγερία!
Όταν πήγα στη Γαλλία
είδα μια γριά από τη Γερμανία
που κρατούσε μία τσάντα
κι είχε μέσα μία γάτα
μαύρη, η γιαγιά από τη Γερμανία!
Ήταν ένας παππούς από τη Βραζιλία
που είχε μια βαριά αναπηρία.
Καθότανε στο καροτσάκι
και δεν κουνούσε ποδαράκι,
ο καημένος ο παππούς από τη Βραζιλία!
Ήταν ένας άντρας από την Κρήτη
που φόραγε πάντα σιρίτι,
και στο ένα χέρι
κρατούσε πάντοτε μαχαίρι
και τραγουδούσε μπροστά στο σπίτι!
Έξυπνα γλυκά παιδάκια
στα μικρά τους θρανιάκια
γράφουν και δημιουργούν
τη δασκάλα τους ακούν,
τα μικρά γλυκά παιδάκια!
Μια φορά πήγα στην πόλη
και είχανε μαζευτεί όλοι
κάτω από μια όμορφη κοπέλα
που ’χε τα μαλλιά ομπρέλα,
όταν να βρέχει άρχισε στην πόλη!
Ήταν μια μικρή Τερέζα
που πάτησε μία πινέζα
και έκλαιγε όλη μέρα
και πήγαινε δώθε πέρα
ώσπου έμεινε τέζα!
Στα γενέθλια του Γιωργάκη
του ’φεραν δώρο ένα αλογάκι.
Όταν πήγε να το πάρει
έσπασε το ένα του ποδάρι.
Μες στο κλάμα τώρα το παιδάκι!
Ήταν ένας άντρας από την Ελλάδα
που του άρεσε πολύ η φασολάδα.
Κάθε Καθαρή Δευτέρα
έτρωγε φασολάδα όλη μέρα
κι αεριζότανε όλη τη βδομάδα!
Ήταν κάποτε μια πάστα
που αγαπούσε μία κάλτσα.
Το ’σκασε από το ψυγείο
κι έτρεξε στο κομοδίνο
να βρει την κάλτσα, η γλυκιά η πάστα!
Υπήρχε ένας γέρος στο έλος
ασήμαντος και ανέμελος.
Καθισμένος σ’ ένα πετραδάκι
τραγουδούσε για ένα βατραχάκι
που κρυβόταν μέσα στο έλος!
Όταν ήμουνα μικρή
είχα ένα κίτρινο παπί.
Πάνινο μικρό κουκλάκι
στολισμένο στο ραφάκι.
Μικρό μου κίτρινο παπί!
Ήταν ένας αστυνόμος από τη Βραζιλία
που ήθελε να πάει στην Ελβετία.
Πήρε άδεια, έβγαλε εισιτήριο
μα ξέχασε το διαβατήριο
και δεν πήγε τελικά στην Ελβετία!
Όταν πήγα σ’ ένα μπαρ
μου ’δωσαν να πιω ένα μπουκάλ’,
και σαν μού ’δωσαν κρασί
πήγα να ζήσω στην Αμερική,
και ξαναπήγα σ’ ένα μπαρ!
Όταν πήγα στην Τουρκία
με ρωτάει ένας: «Είσαι απ’ τη Λαμία!»
Και όταν μου το ρώτησε αυτό
κόντεψα να τρελαθώ,
και έφυγα αμέσως από την Τουρκία!
Ήταν μια κοπέλα από τη Βραζιλία
που έχωσε το ένα χέρι της στην παραλία,
και με το άλλο της το χέρι
έφτασε ψηλά ένα αστέρι,
στης Βραζιλίας την παραλία!
Ακούστε την Αμερικάνα που μεγάλο
ο πόλεμος λέει είναι κακό.
Και τραγουδώ και τραγουδεί
τριαλαρό και τριαλαρί.
Η Αμερικάνα για τον πόλεμο!
Ήταν ένας αριστοκράτης από το Κονγκό
που έκανε παρέα μ’ έναν παλαβό.
Κι όταν ο παλαβός χάθηκε στο δάσος
πήγε στο Χόλιγουντ και έγινε μπάτσος,
ο αριστοκράτης απ΄ το Κονγκό, χωρίς τον παλαβό!
Ένας ηθοποιός απ’ το Μπαλί
που τον λέγανε Αλή
έγινε μια μέρα σκηνοθέτης
κι άλλαξε τ’ όνομά του σε «κλέφτης»,
ο κακόμοιρος ηθοποιός απ’ το Μπαλί!
Ήταν μια από την Ιταλία
που φώναζε: «Ηλία,
έτοιμα είναι όλα
σταμάτα να παίζεις βιόλα»,
έλεγε αυτή από την Ιταλία!
Ήτανε μια κυρία από την Αυστραλία
που τη λέγανε Ευαγγελία
και έλεγε: «Πεινάω πολύ,
θέλω να φάω το φαΐ
που βράζει στο τσουκάλι, Ηλία»!
Πήγα στη Γαλλία
και είδα μια Μαρία.
Μου ’πε μια ιστορία από παλιά
για ένα μαγαζί με σπασμένα γυαλιά.
Μου την είπε η Μαρία στη Γαλλία!
Όταν πήγα στην Αγγλία
είδα μια γριά από την Ουαλία,
που συνέχεια περπατούσε
και την τσάντα της κουνούσε.
Η γριά η κουνιστή στην Αγγλία!
Πήγα και στην Ελλάδα
και έφαγα μια νόστιμη μακαρονάδα,
με κιμά και με τυρί
και μου άρεσε πολύ,
η μακαρονάδα στην Ελλάδα!
Ήταν κάποτε μια καλή γριά
που ανακάτευε πάντα τη μαγιά.
Καθισμένη σ’ ένα καρεκλάκι
τραγουδούσε με μεράκι,
αυτή η γριά που ανακάτευε τη μαγιά!
Άμα θέλεις να με δεις
έλα σπίτι μου νωρίς
για ν’ ανέβουμε στη σκάλα
και να πάμε και για μπάλα.
Α, θα είναι κι ο Ντορής!
Το σκυλάκι το Κανίς
μήπως το ’κλεψε κανείς;
Όλη μέρα πάνω κάτω
το σκυλάκι μου να ψάχνω.
Πού να πας για να το βρεις;
Μία τίγρη απ’ τη Βεγγάλη
παραλίγο απ’ τα ρούχα να με βγάλει.
Θα τη σκότωνα στο ξύλο,
αν δε με είχε κάνει φίλο.
Ήταν πράγματι μεγάλη!
Το μικρό μας το γατάκι
χτύπησε χτες στο ματάκι.
Το τρίχωμά του απαλό,
λείο και γυαλιστερό.
Κοιμήθηκε μαζί με το μωράκι!
Ήτανε μια κοπέλα από τη Σάμο,
ξάπλωνε στης θάλασσας την άμμο,
αλλά έκανε βλακεία
και ξεχάστηκε στην παραλία,
όταν έπιασε φιλία μ’ ένα γλάρο!
Λίμερικ 2010
Ήταν ένας παππούς από το Περού
Ήταν ένας παππούς από το Περού
που φώναζε το σκύλο του "πού είσαι, πού;".
Μα σαν τον έχασε το σκύλο
έπιασε στα χέρια του τη βίβλο,
ο παππούς με το σκύλο απ' το Περού.
'Ητανε και μια γιαγιά από τη Γερμανία
που έδωσε όλη της την περιουσία.
Κι όταν τη χειροκροτήσαν όλοι
έπιασε και φίλησε το Μανόλη,
η γιαγιά με την περιουσία από τη Γερμανία.
Ήταν ένας μπακάλης από τη Ρωσία
που φώναζε "πάρτε, πάρτε, δώστε μία".
Και όταν του τα πήραν όλα πια
έμεινε με την παπαρούνα αγκαλιά,
ο μπακάλης ο χαζούλης στη Ρωσία.
Ήταν ένας αστυνομικός από την Ελλάδα
που έτρωγε συνέχεια φασολάδα.
Κι όλο ζητούσε κι άλλη, κι άλλη
όταν την έβλεπε με το κιάλι,
ο αστυνομικός της φασολάδας από την Ελλάδα.
Ήταν ένας αστυνόμος από την Ελλάδα
που του άρεσε πολύ η μακαρονάδα.
Και επειδή του άρεσε πολύ, πάρα πολύ
έγινε παχουλός στο πι και φι.
Είναι ωραία να είσαι αστυνόμος στην Ελλάδα.
Ήταν ένας γιατρός από τη Ρωσία που μεθούσε με τη μία,
γιατί ήταν ερωτευμένος πολύ με τη Μαρία.
Έκανε τόσα και τόσα λάθη στο ιατρείο
που τον πέταξαν έξω από το νοσοκομείο.
Τώρα κλαίει και θρηνεί για τη Μαρία ο γιατρός από τη Ρωσία.
Ήταν ένα αγόρι από τη Γερμανία
που είχε με τις μπίλιες μανία.
Μα στο τέλος όλες τις έχανε
και καινούριες αγόραζε
και τον κοροϊδεύανε στη Γερμανία.
Ήταν ένα κορίτσι από το Κογκό
το αγαπημένο ζώο της το καγκουρό.
Τρελαμένη μ' αυτό
και με το παγωτό,
τη φωνάζανε κορίτσι καγκουρό.
Ήταν κι ένας λογιστής από την Παταγονία
κι είχε μια μεγάλη λαιμαργία.
Και αφού δεν έμεινε τίποτα για να φάει
περίμενε παραγγελία από το Ντουμπάι,
ο λαίμαργος λογιστής από την Παταγονία.
Ήταν ένα παιδί από την Αγγλία
και τα 'τρωγε όλα με μανία.
Και έσκασε μια μέρα
και πετάχτηκε σα σφαίρα
το παιδί στη Γαλλία από την Αγγλία.
Ήταν τέλος ένα κορίτσι από τη Γερμανία
και τραγουδούσε μόνο στη χορωδία.
Και σαν τραγούδησε καλά
της είπε μπράβο η μαμά,
που τραγουδούσε στη χορωδία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου