Το αηδόνι
Μέσα στο δάσος περπατώ
κι ακούω τα πουλάκια,
κάθε κλωνὶ και μια φωνή,
σε κάθε δέντρο μουσική,
χαρές και τραγουδάκια, χαρές και τραγουδάκια.
Μα εκεί που άλλα τραγουδούν
κι άλλα κρατούν τον ίσο,
ένα πουλί, μικρό, λαλεί
σα να τους λέει: «Σωπάτ’ εσείς!
Εγώ θα τραγουδήσω, εγώ θα τραγουδήσω!»
Σωπάσαν όλα, το μικρό
πουλί τ’ αποστομώνει.
Είχαν λαλιά τ’ άλλα πουλιά,
μα ένα ήταν μοναχά
απ’ όλα τους τ’ αηδόνι, απ’ όλα τους τ’ αηδόνι.
Είπαμε πολλά ψέματα
Είπαμε πολλά ψέματα, ας πούμε και μια αλήθεια,
φορτώσαμ’ ένα ποντικό σαράντα κολοκύθια.
Τα κολοκύθια είχαν νερό και το νερό βατράχια
και τα βατράχια λάλαγαν κι ο ποντικός εσκιάχτη,
και το φορτίο το ’ριξε, πιλάλετος κι εχάθη,
και μες στ’ αμπάρια τρύπωσε κι η μάνα του του λέει:
Πού ’σουν παιδάκι πόντικα, πού ’σουν καλέ Zαφείρη;
Πάω στην Πόλη γι’ άρματα και στη Φραγκιά για ρούχα.
Ντίλι, ντίλι, ντίλι
Ντίλι, ντίλι, ντίλι,
ντίλι το καντήλι,
που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι.
Πήγε και ο ποντικός
και πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι,
που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι,
ντίλι, ντίλι, ντίλι, της κόρης το μαντίλι.
Πάει και η γάτα,
που έφαγε τον ποντικό,
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι,
που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι,
ντίλι, ντίλι, ντίλι, της κόρης το μαντίλι.
Πάει και ο σκύλος,
που έφαγε τη γάτα,
που έφαγε τον ποντικό,
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι,
που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι,
ντίλι, ντίλι, ντίλι, της κόρης το μαντίλι.
Πάει και το ξύλο,
που σκότωσε το σκύλο,
που έφαγε τη γάτα,
που έφαγε τον ποντικό,
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι,
που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι,
ντίλι, ντίλι, ντίλι, της κόρης το μαντίλι.
Πάει και ο φούρνος,
που έκαψε το ξύλο,
που σκότωσε το σκύλο,
που έφαγε τη γάτα,
που έφαγε τον ποντικό,
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι,
που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι,
ντίλι ντίλι ντίλι, της κόρης το μαντίλι.
Πάει και το ποτάμι,
που έσβησε το φούρνο,
που έκαψε το ξύλο,
που σκότωσε το σκύλο,
που έφαγε τη γάτα,
που έφαγε τον ποντικό,
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι,
που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι,
ντίλι, ντίλι, ντίλι, της κόρης το μαντίλι.
Πάει και το βόδι,
που ήπιε το ποτάμι,
που έσβησε το φούρνο,
που έκαψε το ξύλο,
που σκότωσε το σκύλο,
που έφαγε τη γάτα,
που έφαγε τον ποντικό,
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι,
που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι,
ντίλι, ντίλι, ντίλι, της κόρης το μαντίλι.
Πάει κι ο χασάπης,
που έσφαξε το βόδι,
που ήπιε το ποτάμι,
που έσβησε το φούρνο,
που έκαψε το ξύλο,
που σκότωσε το σκύλο,
που έφαγε τη γάτα,
που έφαγε τον ποντικό,
που πήρε το φιτίλι
μέσ’ από το καντήλι,
που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι,
ντίλι, ντίλι, ντίλι, της κόρης το μαντίλι,
ντίλι, ντίλι, ντίλι, της κόρης το μαντίλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου