Ο γερο-Σκούφης και το σποράκι
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας
γέρος και μια γριά. Ο γέρος φόραγε πάντα ένα σκούφο στο κεφάλι που δεν τον έβγαζε ποτέ, ούτε και στον ύπνο του. Γι’ αυτό όλοι στο χωριό τον φώναζαν γερο-Σκούφη. Η γριά πάλι φορούσε μια
μακριά μπλούζα από βελούδο και όλοι την φώναζαν γρια-Βελούδο.
Ο γερο-Σκούφης πίσω από το
σπιτάκι του είχε ένα χωραφάκι κι εκεί κάθε χρόνο φύτευε σταράκι. Κι όταν
ερχόταν η εποχή του θερισμού, μάζευε το στάρι και, πριν το βάλει στα
τσουβαλάκια, το άπλωνε στον ήλιο να στεγνώσει. Τότε η γρια-Βελούδο καθόταν με
ένα καλάμι και παραφύλαγε μην το φάνε τα πουλάκια του ουρανού.
Μα μια μέρα, θες ο ήλιος και η
ζέστη, θες η ησυχία, έγειρε η γριά όπως καθόταν και κοιμήθηκε. Τότε τα πουλάκια
πέταξαν και άρχισαν να τρώνε το σταράκι.
Μόλις ήρθε ο γερο-Σκούφης και
είδε τη γριά να κοιμάται και τα πουλιά να τρώνε το σιτάρι άρπαξε από τα χέρια της
το καλάμι και άρχισε να τα κυνηγάει. Μα το καλάμι μίλησε ανθρώπινα και του είπε:
–Μην τα κυνηγάς τα καημένα τα
πουλάκια και άκουσε τι θα σου πω. Να πας να βρεις στο ποτάμι τη μάνα μου την
καλαμιά. Αυτή θα σου δώσει ένα σποράκι που, άμα το φυτέψεις, θα βγάλει πολύ
καρπό το χωράφι σου.
Παίρνει ο γέρος το δρόμο και πάει
στο ποτάμι. Βρίσκει την καλαμιά και της λέει:
–Μου είπε ένα από τα καλάμια σου
να μου δώσεις ένα σποράκι να το φυτέψω στο χωραφάκι μου.
Η καλαμιά τότε έγειρε και άφησε
ένα σποράκι στο σκουφάκι του. Παίρνει δρόμο ο γέρος να πάει στο σπιτάκι του.
Εκεί που περπατούσε μια καρδερίνα
πέταξε πάνω από το κεφάλι του και πήρε το σποράκι. Τρέχει ο γέρος και της λέει:
–Δώσ’ μου πίσω το σποράκι,
καρδερίνα μου, να το φυτέψω και θα σου δώσω να φας το ένα τρίτο από την
παραγωγή του χωραφιού μου.
Και η καρδερίνα του έδωσε πίσω το
σποράκι πάνω στο σκουφάκι. Παίρνει δρόμο ο γέρος να πάει στο σπιτάκι του.
Εκεί που περπατούσε ένα αηδόνι
πέταξε πάνω από το κεφάλι του και πήρε το σποράκι. Τρέχει ο γέρος και του λέει:
–Δώσ’ μου πίσω το σποράκι, αηδονάκι
μου, να το φυτέψω και θα σου δώσω να φας το ένα τρίτο από την παραγωγή του
χωραφιού μου.
Και το αηδόνι του έδωσε πίσω το
σποράκι πάνω στο σκουφάκι. Μα ο γερο-Σκούφης πονηρεύτηκε και σκέφτηκε να το κρύψει
τώρα στην τσέπη του. Μα η τσέπη του ήταν τρύπια και ο σπόρος του έπεσε στο
δρόμο.
Ένα μυρμήγκι είδε το σποράκι και
το πήρε στη φωλιά του. Τότε ο γέρος άρχισε να παρακαλάει το μυρμήγκι:
–Δώσ’ μου πίσω το σποράκι, μυρμηγκάκι
μου, να το φυτέψω και θα σου δώσω να φας το ένα τρίτο από την παραγωγή του
χωραφιού μου.
Το μυρμήγκι τον λυπήθηκε και του
έδωσε πίσω το σποράκι.
Τώρα ο γερο-Σκούφης έφτασε στο
χωραφάκι του. Αμέσως φυτεύει το σποράκι και κάθεται να το φυλάει να βλαστήσει.
Ο καιρός περνούσε, οι μέρες μίκραιναν
και οι νύχτες μεγάλωναν, ο σπόρος όμως δεν έλεγε να φυτρώσει.
Μια μέρα τα δυο πουλιά και το
μυρμήγκι ήρθαν στο γέρο και του λένε:
–Ε, γέρο, τι έγινε με κείνο το
σπόρο; Πότε θα μας δώσεις όσα μας έταξες;
Κι ο γέρος τους απαντούσε:
–Το φύτεψα, το σκάλισα, το πότισα
μα τίποτα. Και εξαιτίας του δεν έσπειρα φέτος το χωραφάκι μου και θα
πεινάσουμε.
Μια μέρα από τις πολλές ο
γερο-Σκούφης πήρε το δρόμο και πήγε στην καλαμιά και τη ρωτάει:
–Τι θα γίνει, καλαμιά, πότε θα
φυτρώσει το σποράκι που μου έδωσες;
Μα η καλαμιά δεν του απαντούσε.
Πήρε πάλι πίσω το δρόμο και πήγε στο χωραφάκι του.
Την άλλη μέρα έρχονται ξανά η
καρδερίνα με το αηδόνι και με το μυρμήγκι και του λένε:
–Μήπως, γέρο, μας έκρυψες τον
καρπό του χωραφιού σου για να μη μας πληρώσεις;
–Όχι, όχι. Σας λέω την αλήθεια,
δε φύτρωσε ακόμη.
Και τότε το καλάμι, με το οποίο
κυνηγούσε ο γέρος τα πουλάκια, μίλησε ανθρώπινα και του είπε:
–Γέρο, πήγαινε να φυτέψεις λίγο
στάρι στο χωραφάκι σου για να μην πεινάσεις. Μα όταν το μαζέψεις και το απλώσεις
να στεγνώσει, να αφήσεις τα πουλάκια να φάνε λίγο κι αυτά. Ο Θεός αγαπά και φροντίζει
όλα τα πλάσματά του. Ελπίζω να πήρες το μάθημά σου…
Έτσι έκανε λοιπόν ο γέρος και
τώρα το χωραφάκι του έβγαζε τρεις φορές περισσότερο στάρι που έφτανε για όλους
και ήταν και ευλογημένο.
Οι δυο ψεύτες
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο
ψεύτες. Ο ένας ήταν από το Πολύκαστρο και ο άλλος από την Αξιούπολη.
Μια μέρα φορτώθηκαν και οι δυο
την πραμάτεια τους και πήγαιναν με τα πόδια να την πουλήσουν ο ένας στο μέρος
του άλλου. Ο ένας από την Αξιούπολη είχε φορτωθεί βρώμη στην πλάτη και πήγαινε
να την πουλήσει για σιτάρι στο Πολύκαστρο. Ο άλλος από το Πολύκαστρο είχε
φορτωθεί λουκουμόσκονη στην πλάτη και πήγαινε να την πουλήσει για ζάχαρη στην
Αξιούπολη.
Στη γέφυρα του Αξιού συναντήθηκαν
οι δυο ψεύτες.
–Γεια σου πατριώτη, λέει ο ένας
από την Αξιούπολη.
–Γεια σου και σένα πατριώτη, λέει
ο άλλος από το Πολύκαστρο.
–Πού πηγαίνεις;
–Πάω στην Αξιούπολη για να
πουλήσω τη ζάχαρή μου. Εσύ;
–Πάω στο Πολύκαστρο να πουλήσω το
σιτάρι μου.
–Ταμάμ. Δεν είναι ανάγκη ούτε εγώ
να πάω στην Αξιούπολη ούτε εσύ στο Πολύκαστρο. Να ανταλλάξουμε την πραμάτεια
μας. Να πουλήσω εγώ το σιτάρι σου στο Πολύκαστρο και εσύ τη ζάχαρή μου στην
Αξιούπολη.
–Αν είναι έτσι αλλάζουμε. Το σιτάρι
μου, όμως, αξίζει πιο πολύ από τη ζάχαρή σου. Γι’ αυτό θα μου δώσεις και 100€ διαφορά.
–Ε, καλά, μετά από μια βδομάδα θα
σου τα δώσω.
Άλλαξαν, λοιπόν, τα φορτία τους
και γύρισαν και οι δυο στον τόπο τους.
Ο ψεύτης από το Πολύκαστρο έλεγε:
–Τον γέλασα τον Αξιουπολίτη, του
έδωσα λουκουμόσκονη και του πήρα το σιτάρι.
Ο ψεύτης από την Αξιούπολη έλεγε:
–Τον γέλασα τον Πολυκαστρινό, του
έδωσα τη βρώμη και του πήρα τη ζάχαρη.
Ανοίγει ο Πολυκαστρινός το
τσουβάλι και βλέπει μέσα βρώμη αντί για σιτάρι.
–Τον παλιοψεύτη, με ξεγέλασε.
Αντί για σιτάρι μου έδωσε βρώμη.
Ανοίγει ο Αξιουπολίτης το
τσουβάλι και βλέπει μέσα λουκουμόσκονη αντί για ζάχαρη.
–Τον παλιοψεύτη, με ξεγέλασε.
Αντί για ζάχαρη μου έδωσε λουκουμόσκονη.
Πέρασε μια βδομάδα και ο
Αξιουπολίτης πάει στο Πολύκαστρο να πάρει τα 100€.
–Καλημέρα, φίλε μου.
–Καλώς το φίλο μου.
–Τι χαμπάρια;
–Μια χαρά είμαστε όλοι μας.
–Το πούλησες το σιτάρι μου;
–Το πούλησα. Εσύ, την πούλησες τη
ζάχαρή μου;
–Την πούλησα. Ήρθα να μου δώσεις
και τα 100€ διαφορά.
–Θα στα δώσω αύριο, σήμερα δεν έχω.
Ήπιαν από ένα ποτήρι κρασί και
σηκώθηκε ο ένας ψεύτης και έφυγε για Αξιούπολη. Ο άλλος ψεύτης λέει τη γυναίκα
του.
–Αύριο, που θα έρθει αυτός ο
ψεύτης από την Αξιούπολη, θα κάνω τον πεθαμένο και εσύ θα με κλαις.
–Καλά, άντρα μου. Ξέρω εγώ τι θα
κάνω.
Την άλλη μέρα έρχεται πάλι ο
ψεύτης από την Αξιούπολη και βλέπει τη γυναίκα του άλλου ψεύτη να κλαίει:
–Αχ, αντρούλη μου, ήσουν πολύ
καλός άνθρωπος. Πώς θα ζήσω εγώ τώρα;
–Σου είπε τίποτα ο μακαρίτης πριν
πεθάνει; Μου χρωστούσε 100€.
–Εγώ έχασα τον άντρα μου κι εσύ
τα λεφτά σου γυρεύεις; Οι πεθαμένοι δε χρωστάνε.
–Ε, τότε, θα μείνω κι εγώ για την
κηδεία του μακαρίτη.
–Θα πάω, τότε, να βρω τον παπά να
κανονίσω την κηδεία του.
Έφυγε η γυναίκα του δήθεν
μακαρίτη και μονολογούσε ο ένας ψεύτης.
–Αχ, φίλε μου, ψεύτης εγώ, ψεύτης
κι εσύ. Ζωντανός εγώ, μακαρίτης εσύ. Ποιος θα μου δώσει τώρα τα λεφτά μου;
Εκείνη τη στιγμή ακούει βήματα
έξω από το σπίτι. Κρύβεται να δει ποιος είναι.
Ήτανε τρεις ληστές που είχαν
κλέψει μια τράπεζα και μπήκαν στο σπίτι να κρυφτούν και να μοιράσουν τα
χρήματα.
Λέει ο ένας από τους ληστές
βλέποντας τον δήθεν μακαρίτη:
–Αυτός είναι πεθαμένος, μην τον
φοβάστε. Ελάτε να μοιράσουμε τα λεφτά από την τράπεζα.
Οι σάκοι με τα λεφτά, όμως, ήταν
τέσσερις και οι ληστές τρεις. Λέει ο δεύτερος ληστής:
–Πώς θα μοιράσουμε τέσσερις
σάκους σε τρία άτομα; Τον τέταρτο σάκο ποιος θα τον πάρει;
Τότε σηκώνεται ο πεθαμένος και τους
λέει:
–Εγώ θα πάρω τα λεφτά.
–Ααααα, βοήθεια…
–Αστυνομία, πιάστε τους.
Οι τρεις ληστές τρόμαξαν που
είδαν τον πεθαμένο να ανασταίνεται, φοβήθηκαν την αστυνομία και έφυγαν
τρέχοντας. Άφησαν όμως τους 4 σάκους με τα χρήματα.
Λέει ο Αξιουπολίτης στον
Πολυκαστρινό:
–Φίλε μου, στα ψέματα πέθανες!
–Ναι, φίλε μου, είδες, αναστήθηκα!
–Και τώρα, τι θα τα κάνουμε τα
λεφτά;
–Πρώτα απ’ όλα, φίλε μου, θα
σταματήσουμε να λέμε ψέματα. Ύστερα θα πάμε τα λεφτά στην Αστυνομία. Η Τράπεζα
θα μας δώσει το 10% των χρημάτων για να το μοιραστούμε. Συμφωνείς;
–Συμφωνώ, πρώην ψεύτη φίλε μου.
–Πάμε να τα παραδώσουμε, λοιπόν, πρώην
ψεύτη φίλε μου.
Κι έτσι οι δυο ψεύτες και χρήματα
πήραν και ψέματα δεν ξαναείπαν.
Να το πιστέψετε, γιατί εγώ ψέματα
δε λέω, μόνο παραμύθια ξέρω.
Το δίευρο
Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολύ
μακρινό, ήταν ένας πάππος και μια μπάμπω. Μια μέρα εκεί που πήγαιναν βρίσκουν
στο δρόμο ένα δίευρο. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύς παράς. Πήγαινες στο παζάρι,
έπαιρνες ό,τι ήθελες και περίσσευαν κιόλας.
–Οχοχόχ, μπάμπω, θα πάμε στο
παζάρι της Αξιούπολης και θα πάρουμε απ’ όλα τα καλά!
–Εμ, να έχουμε κι εμείς μια φορά
ένα τυχερό!
Ήρθε η Τετάρτη και πήγαν στο
παζάρι στην Αξιούπολη ο πάππος με τη μπάμπω του. Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο πάππος
και λέει στη μπάμπω του:
–Ξέρεις τι λέω, να πάρουμε λίγο
κρέας, που έχουμε πολύν καιρό να φάμε.
Τράβηξαν λοιπόν κατά το χασαπιό.
Ρωτάει το χασάπη ο πάππος:
–Είναι καλό το κρέας;
–Καλό δε λες τίποτα. Καλό σαν…
το κοινό προτείνει παρομοιώσεις
…καλό σαν λουκούμι!
Τραβάει ο πάππος παραπέρα τη
μπάμπω και της λέει:
–Αντί να πάρουμε κρέας δεν
παίρνουμε λουκούμια;
–Καλά λες, λουκούμια να πάρουμε.
Τράβηξαν λοιπόν να πάρουν
λουκούμια. Ρωτάει η μπάμπω:
–Είναι καλά τα λουκούμια σου, βρε
παιδί μου;
–Καλά δε λες τίποτα. Είναι σαν…
το κοινό προτείνει παρομοιώσεις
…είναι σαν μαστίχα!
Τραβάει η μπάμπω παραπέρα τον πάππο
και του λέει:
–Αντί να πάρουμε λουκούμια δεν
παίρνουμε καλύτερα μαστίχα;
–Καλά λες, μαστίχα να πάρουμε.
Τράβηξαν λοιπόν κατά τον μαστιχά.
Ρωτάει ο πάππος:
–Είναι καλή η μαστίχα σου, μαστιχά;
–Καλή δε λες τίποτα. Καλή σαν…
το κοινό προτείνει παρομοιώσεις
…καλή σαν μέλι!
Τραβάει ο πάππος παραπέρα τη
μπάμπω και της λέει:
–Αντί να πάρουμε μαστίχα δεν
παίρνουμε μέλι που τρώγεται και χωρίς δόντια;
–Καλύτερα μέλι να πάρουμε.
Τράβηξαν λοιπόν κατά τον μελά.
Ρωτάει η μπάμπω:
–Είναι καλό το μέλι σου, από
μέλισσες είναι;
–Πολύ καλό είναι, σαν…
το κοινό προτείνει παρομοιώσεις
…σαν ζάχαρη είναι!
Τι να κάνουν ο πάππος και η
μπάμπω, το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο. Αποφασίζουν, λοιπόν, να πάνε να βρουν
ζάχαρη στον μπακάλη.
–Είναι καλή η ζάχαρη;
–Πολύ καλή, παππού. Γλυκιά και
άσπρη σαν…
το κοινό προτείνει παρομοιώσεις
… σαν το γάλα!
Και τράβηξαν έτσι για το γαλατά.
–Είναι καλό και παχύ το γάλα σου;
–Α, γιαγιά, το γάλα μου είναι
καλό και παχύ σαν…
το κοινό προτείνει παρομοιώσεις
… σαν το βούτυρο!
–Τότε καλύτερα να πάρουμε
βούτυρο, είπαν μεταξύ τους.
–Έχεις καλό βούτυρο; ρωτάει ο
πάππος.
–Δε γίνεται καλύτερο. Καθαρό και
κίτρινο σαν…
το κοινό προτείνει παρομοιώσεις
… σαν το λάδι!
Τη συνέχεια την υποψιάζεστε. Ο
πάππος με τη μπάμπω τράβηξαν κατά τον λαδά.
–Είναι καλό το λάδι; ρωτάει η
μπάμπω.
–Καλό είναι, τους λέει ο λαδάς.
Ξάστερο και καθάριο σαν…
το κοινό προτείνει παρομοιώσεις
… σαν το κρασί!
Το λαχταρούσε ο πάππος το
κρασάκι. Στα νιάτα του έπινε κάνα ποτηράκι. Αλλά και η μπάμπω το ’τσουζε πότε-πότε
όταν ήταν νέα. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και, χωρίς να πουν κουβέντα, τράβηξαν κατά
τον ταβερνιάρη. Ξεπατωμένοι από την κούραση ρωτάνε τον ταβερνιάρη:
–Είναι καλό το κρασί σου;
–Δοκιμάστε και θα δείτε. Είναι
καλό σαν…
το κοινό προτείνει παρομοιώσεις
…είναι καλό σαν κρασί!
Και τους έδωσε από ένα ποτήρι να
δοκιμάσουν. Τους άρεσε πάρα πολύ.
–Τι λες, πάππο; Δεν καθόμαστε να
πιούμε ακόμα λίγο;
Κάθισαν, ήπιαν, ξαναήπιαν και στο
τέλος μέθυσαν. Λέει τότε η μπάμπω:
–Σήκω, πάππο, να πάμε στο σπίτι μας.
–Καλά, μωρέ μπάμπω, θα φύγουμε. Λέω
να πιούμε ένα τελευταίο ποτηράκι στην υγειά αυτουνού που έχασε το δίευρο!
Ήπιαν, λοιπόν, και το τελευταίο τους
ποτηράκι. Πλήρωσαν, πήραν και ρέστα κι έφυγαν παραπατώντας.
Έμαθαν κι ένα πράμα, που δεν το
ήξεραν μέχρι τότε. Πως το κρασί είναι το μόνο πράγμα που δε μοιάζει με τίποτα
άλλο.
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, για να τελειώσει όπως πρέπει το
παραμύθι μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου